εξυψωτικός

εξυψωτικός
-ή, -ό
επίρρ. που γίνεται για εξύψωση, που συντελεί στην εξύψωση, που εξυψώνει, που εγκωμιάζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξυψωτικός — ή, ό αυτός που γίνεται για έπαινο, ο εγκωμιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • τιμητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται για εκδήλωση ή απονομή τιμής: Τιμητικός τίτλος. 2. αυτός που δίνει τιμή, ο εξυψωτικός: Είναι τιμητικό για μένα. 3. αυτός που αναφέρεται στους Ρωμαίους τιμητές ή το έργο τους: Τιμητικός κατάλογος πολιτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”